- βλέπω
- είδα (να δω, δες και ιδές), ειδώθηκα, ιδωμένος1. παρατηρώ, κοιτάζω: Βλέπω ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση.2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε.3. προσέχω, φυλάγω: Να βλέπεις το παιδί,ώσπου να γυρίσουμε.4. είμαι στραμμένος σε κάποια κατεύθυνση: Τα παράθυρα του σπιτιού βλέπουν προς τον κήπο.5. εξετάζω, εξακριβώνω: Πρέπει να δούμε τα έγγραφα ένα ένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.